Ομότιμη Παραγωγή

From P2P Foundation
Jump to navigation Jump to search

Ομότιμη Παραγωγή

Του Αλέξανδρου Παζαΐτη, P2P Lab

Ορισμός

Το ενδιαφέρον γύρω από το φαινόμενο της ομότιμης παραγωγής (peer production) έχει ενταθεί τα τελευταία 20 χρόνια, ιδιαίτερα μετά την ανάδειξη σημαντικών συνεργατικών εγχειρημάτων στο χώρο της πληροφορικής, όπως το ελεύθερο λειτουργικό σύστημα GNU/Linux, ο Apache web server και η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Wikipedia. Παρόλα αυτά, το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν είναι κάτι εντελώς καινούριο στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών. Πολιτιστικά αγαθά, όπως το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, ανέκδοτες ιστορίες και παραμύθια, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα, ενός άτυπου, μέχρι πρόσφατα, τρόπου συν-δημιουργίας. Η ελευθερία που χαρακτηρίζει πολιτιστικές δημιουργίες, όπως τα δημοτικά τραγούδια, εντοπίζεται στην ανεμπόδιστη αναπαραγωγή και τροποποίηση τους, καθώς και στην από-στόμα-σε-στόμα διάδοσή τους πέρα από χωρικά και πολιτισμικά όρια. Η ελευθερία αυτή επιτρέπει την ενσωμάτωση στους στίχους και τη μουσική τοπικών χαρακτηριστικών, ενώ τα δένει με τοπικούς χορούς και εθιμοτυπικές παραδόσεις. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι που προσδίδουν την ιδιαίτερη αξία των τραγουδιών αυτών για την τοπική παράδοση, ως μία μορφή δια-πολιτισμικής επικοινωνίας, ενσωματώνοντας παράλληλα την ιδιαίτερη ιστορία και της παράδοση ενός τόπου, τις αξίες και τους ανθρώπους του. Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια δεν «υπογράφονται» από κάποιον συγκεκριμένο δημιουργό και κυκλοφορούν πολλές φορές σε εκατοντάδες παρόμοιες ή διαφορετικές εκδοχές, προσαρμοσμένα στα γλωσσικά ιδιώματα, τη μουσική παράδοση και τα ιστορικά και πολιτιστικά γνωρίσματα του κάθε τόπου στον οποίο τραγουδήθηκαν. Αποτελούν ελεύθερα πολιτιστικά αγαθά, τα οποία διαμορφώθηκαν από μικρές και μεγάλες συνεισφορές αμέτρητων δημιουργών, οι οποίοι μοιράστηκαν την κοινή τους γνώση στο πέρασμα πολλών γενεών.

Με παρόμοιο τρόπο, στα ομότιμα εγχειρήματα του ελεύθερου λογισμικού, προγραμματιστές, σχεδιαστές ιστοσελίδων, γραφίστες και άλλοι λιγότερο ή περισσότερο εξειδικευμένοι δημιουργοί, συσπειρώνονται γύρω από ένα κοινό αγαθό, το οποίο σε αυτήν την περίπτωση είναι η πληροφορία και συγκεκριμένα ο κώδικας. Χωρίς να υπάρχει κεντρικός συντονισμός, οι ομότιμοι δημιουργοί (peers) μοιράζονται άυλους πόρους, όπως την πληροφορία και τη γνώση, ανάλογα με τις ανάγκες τους και προσφέρουν στην κοινή δημιουργία ανάλογα με τις ικανότητές τους. Η ομότιμη παραγωγή είναι κατ’ εξοχήν μία διεργασία συλλογής και ανταλλαγής πόρων μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού ατόμων χωρίς προκαθορισμένη ιεραρχία και δομή. Έτσι, ως ομότιμη παραγωγή ορίζεται η συνεργασία αυτό-οργανωμένων ομάδων ατόμων, τα οποία συμμετέχουν σε ισότιμη βάση (equal footing), με σκοπό την επίτευξη ενός κοινού σκοπού . Στον ορισμό εντοπίζονται ήδη τα κεντρικά σημεία της ομότιμης παραγωγής, τα οποία αποτελούν και τις βασικές δυναμικές της: η ανοικτή και αυτό-προσδιοριζόμενη συμμετοχή και η ισότιμη βάση. Είναι τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν στα ομότιμα εγχειρήματα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σε ότι αφορά το δυναμικό περιεχόμενό τους και την κινητοποίηση μεγάλου εύρους της ανθρώπινης δημιουργικότητας.

Τυπολογία

Ο όρος ομότιμη παραγωγή (peer production), όπως και η γενικότερη θεωρητική και εμπειρική τεκμηρίωση των συγκεκριμένων πρακτικών, έχουν αναπτυχθεί σχετικά πρόσφατα. Ο όρος εισήχθη για πρώτη φορά από τον Yochai Benkler, καθηγητή της νομικής σχολής του πανεπιστημίου του Harvard, μόλις το 2002 . Ο Benkler παρουσιάζει την ομότιμη παραγωγή ως ένα νέο παραγωγικό φαινόμενο, όπως προέκυψε από τη μελέτη των πρώτων πρακτικών που παρατηρήθηκαν στο χώρο του ελεύθερου λογισμικού και λογισμικού ανοικτού κώδικα (ΕΛ/ΛΑΚ) και στο χώρο του διαδικτύου. Ο ορισμός της ομότιμης παραγωγής αφορά περισσότερο τη διεργασία της μετατροπής μίας εισροής (input) σε ένα αποτέλεσμα (output), εστιάζοντας στην αποκεντρωμένη δομή και συμμετοχική μέθοδο εργασίας. Αντίστοιχα σε μεταγενέστερο έργο του με τίτλο «The Wealth of Networks» το 2006 ο Benkler εισάγει την έννοια της «βασισμένης στα κοινά ομότιμης παραγωγής» (commons-based peer production – CBPP).Η διαφορά σε αυτήν την προσέγγιση είναι η εστίαση στους πόρους και τα αποτελέσματα της διεργασίας και κυρίως η σχέση των συμμετεχόντων με αυτά.

Το επαναστατικό στοιχείο της βασισμένης στα κοινά ομότιμης παραγωγής είναι ότι τα μέσα και τα αποτελέσματα της δεν αποτελούν αντικείμενα αποκλειστικής ιδιοκτησίας. Αντίθετα, διαμοιράζονται μεταξύ των συμμετεχόντων στο πλαίσιο μίας θεσμικής δομής η οποία διαθέτει τους πόρους ισότιμα σε όλους ανάλογα με την κρίση τους. Ανήκουν δηλαδή στη σφαίρα αυτών που ονομάζονται «κοινά» (commons), ή αλλιώς δημόσια, ελεύθερα αγαθά. Παραδοσιακά, ο χώρος των κοινών θεωρούταν ότι βρίσκεται εκτός της παραγωγικής οικονομίας. Οι κοινοί πόροι αντιμετωπίζονταν ως εν δυνάμει παραγωγικοί πόροι, που θα μπορούσαν να παράγουν αξία εφόσον υπεισέλθουν υπό κάποιο καθεστώς διαχείρισης ή ιδιοκτησίας, από το κράτος ή τον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, ένας νέος τύπος σχέσεων συνεργασίας και παραγωγής αναδεικνύει την προοπτική των κοινών πόρων στην παραγωγή αξίας, παραμένοντας στη σφαίρα των κοινών, μέσα από μία διεργασία η οποία τα προστατεύει και τα ανατροφοδοτεί. Για το λόγο αυτό η βασισμένη στα κοινά ομότιμη παραγωγή αναφέρεται συχνά και ως ένας τύπος «κοινωνικής παραγωγής».

Σημαντικό είναι ωστόσο να διευκρινίσουμε ότι όλοι οι τύποι παραγωγής με βάση τα κοινά δεν αποτελούν ομότιμη παραγωγή. Η παραγωγή με βάση τα κοινά εστιάζει στην ελεύθερη χρήση των μέσων και των αποτελεσμάτων, ενώ η ομότιμη παραγωγή στην αποκεντρωμένη οργάνωση και την αυτό-προσδιοριζόμενη, συμμετοχική μέθοδο εργασίας. Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω στοιχείων συνθέτει την βασισμένη στα κοινά ομότιμη παραγωγή. Αντίστοιχα είναι δυνατόν να έχουμε ομότιμη παραγωγή η οποία στηρίζεται σε ιδιόκτητους πόρους. Σύγχρονοι μέθοδοι παραγωγής, ιδιαίτερα στο χώρο της πληροφορικής, εξωτερικεύουν μεγάλο μέρος της παραγωγής δεδομένων σε έναν μεγάλο αριθμό χρηστών, οι οποίοι συνεργάζονται αυτόνομα και χωρίς ιεραρχία, ανάλογα με την κρίση τους. Παρόλα αυτά, τόσο τα μέσα όσο και τα αποτελέσματα αυτής της διεργασίας αποτελούν ιδιοκτησία κάποιας εταιρίας ή ενός οργανισμού. Ιδιαίτερα επιτυχημένα παραδείγματα τέτοιων μεθόδων αποτελούν οι περιπτώσεις της Google και του Facebook, όπου η παραγωγή των δεδομένων προέρχονται από την αναζήτηση και την περιήγηση χρηστών και τη χρήση συμμετοχικών πλατφορμών, όπως το Facebook και το Google Developers. Ωστόσο, τόσο ο κώδικας, οι πλατφόρμες και τα λοιπά μέσα που χρησιμοποιούνται, όσο και τα δεδομένα που παράγονται τελούν υπό την ιδιοκτησία και τη διαχείριση των εταιριών αντίστοιχα.

Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι η προσέγγιση του παρόντος κειμένου αφορά την ομότιμη παραγωγή ως διεργασία. Ωστόσο τα παραδείγματα και οι ιστορικές αναφορές αφορούν κυρίως τη βασισμένη στα κοινά ομότιμη παραγωγή, ως ένα αναδυόμενο παραγωγικό μοντέλο στο πλαίσιο των γενικότερων φαινομένων εναλλακτικών τρόπων παραγωγής και κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης.

Βασικά χαρακτηριστικά

Παρά την πληθώρα των εγχειρημάτων που παρατηρούνται σε ένα μεγάλο εύρος τομέων και δραστηριοτήτων, ο Benkler διακρίνει τρεις βασικές αρχές που αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά σε αυτά τα εγχειρήματα, καθώς και κρίσιμους παράγοντες για την επιτυχή υλοποίηση και ολοκλήρωση τους:

  1. Αρθρωτή δομή (modularity): Τα ομότιμα έργα αποτελούνται από πολλά μικρότερα, διακριτά συστατικά μέρη (modules), το καθένα από τα οποία μπορεί να παραχθεί αυτόνομα. O διαχωρισμός αυτός επιτρέπει πολλούς ανεξάρτητους συμμετέχοντες να εργάζονται με ασύγχρονο τρόπο, χωρίς να εξαρτάται η εργασία του ενός από την εργασία του άλλου.
  2. Διαφορετικός βαθμός ανάλυσης (granularity) των συστατικών μερών: Διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης των συστατικών μερών, και συνεπώς μεγαλύτερα και μικρότερα συστατικά μέρη, κινητοποιούν άτομα με μεγαλύτερα ή μικρότερα κίνητρα, αντίστοιχα, στο να συνεισφέρουν, ανάλογα με το ενδιαφέρον τους, αλλά και τις ικανότητές τους. Έτσι σε ένα ομότιμο έργο διακρίνονται μεγαλύτερα μέρη με ιδιαίτερες απαιτήσεις σε χρόνο και ικανότητες των συμμετεχόντων, έως πολύ μικρά μέρη, η υλοποίηση των οποίων δεν απαιτεί περισσότερο από 5 λεπτά ενασχόλησης κάποιου, ακόμη και στο πλαίσιο ενός καθημερινού ψυχαγωγικού «ξεφυλλίσματος» στο ίντερνετ (browsing).
  3. Χαμηλού κόστους ολοκλήρωση: Ως ολοκλήρωση (integration) εννοείται η ενσωμάτωση όλων των συστατικών μερών στο τελικό αποτέλεσμα. Στη διαδικασία της ολοκλήρωσης, εμπεριέχεται τόσο ο μηχανισμός της ενσωμάτωσης όλων των συνεισφορών σε ένα ολοκληρωμένο προϊόν, όσο και ο ποιοτικός έλεγχος του κάθε συστατικού μέρους ξεχωριστά, αποφεύγοντας σφάλματα που προκύπτουν από τη λανθασμένη αντίληψη του κάθε συμμετέχοντα, σχετικά με τις ικανότητές του, τους στόχους του έργου κ.α.

Ένα καλό παράδειγμα για το πώς λειτουργούν τα τρία αυτά χαρακτηριστικά αποτελεί το project «Distributed Proofreaders ». Πρόκειται για ένα υποστηρικτικό έργο ενός άλλου έργου, του «Project Gutenberg », το οποίο αποτελεί μία προσπάθεια εθελοντών για τη ψηφιοποίηση λογοτεχνικών και άλλων δημιουργικών κειμένων. Η διεργασία της ψηφιοποίησης περιλαμβάνει το σκανάρισμα των αυθεντικών κειμένων και τη μετατροπή τους σε ψηφιακό, επεξεργάσιμο κείμενο μέσω της χρήσης λογισμικού αναγνώρισης χαρακτήρων (Optical Character Recognition – OCR). Το λογισμικό αυτό, αν και αρκετά αποτελεσματικό, δεν είναι ιδιαίτερα ακριβές στην αναγνώριση των χαρακτήρων, με αποτέλεσμα έναν μεγάλο αριθμό τυπογραφικών λαθών. Σε αυτή την προσπάθεια συνεισφέρει αποφασιστικά το έργο Distributed Proofreaders, το οποίο είναι στη βάση του μία διαδικτυακή πλατφόρμα που επιτρέπει πλήθος εθελοντών να αναγνωρίσει και να διορθώσει τυπογραφικά λάθη. Η πλατφόρμα, η οποία στηρίζεται στο ελεύθερο λογισμικό GNU/Linux, παραθέτει στον χρήστη για κάθε σκαναρισμένο κείμενο την πρωτότυπη εικόνα του κειμένου πλάι στο επεξεργάσιμο κείμενο, όπως έχει προκύψει μετά τη διεργασία του OCR. Με αυτόν τον τρόπο, η επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία της διόρθωσης των κειμένων διαμοιράζεται σε πολλούς χρήστες, οι οποίοι ελέγχουν σε εθελοντική βάση όσες σελίδες επιθυμούν.

Εδώ γίνεται αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα δύο πρώτα βασικά χαρακτηριστικά των ομότιμων έργων: η αρθρωτή δομή και ο διαφορετικός βαθμός ανάλυσης των μερών. Στο συγκεκριμένο έργο, παρατηρείται ότι η αρθρωτή δομή ικανοποιείται ήδη από τη φύση των εργασιών που περιλαμβάνονται, χωρίς να χρειαστεί περαιτέρω παρέμβαση. Η κάθε σελίδα και το κάθε κεφάλαιο, ακόμα και κάθε βιβλίο, μπορεί να αποτελέσει ένα ξεχωριστό συστατικό μέρος (module). Αντίστοιχα, ο κάθε χρήστης συμμετέχει στο βαθμό που επιθυμεί, από μία σελίδα έως ένα ολόκληρο ή και περισσότερα από τα βιβλία που υπάρχουν διαθέσιμα προς διόρθωση. Με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά καθορίζει ο ίδιος και το βαθμό ανάλυσης του συστατικού μέρους που θα αναλάβει, ανάλογα με τη διάθεσή του και τις ικανότητές του.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που γίνεται η ολοκλήρωση (integration) των μικρότερων και μεγαλύτερων συνεισφορών σε ένα ενιαίο αποτέλεσμα. Τα βασικά αποτελέσματα του έργου είναι φυσικά τα βιβλία. Η κάθε σελίδα ελέγχεται από περισσότερους από έναν εθελοντές, ενώ αφού ολοκληρωθεί η διόρθωση μία φορά, στη συνέχεια εθελοντές ελέγχουν, επικυρώνουν και διορθώνουν αντίστοιχα, εφόσον χρειαστεί, τη διορθωμένη σελίδα με βάση το πρωτότυπο. Αφότου ολοκληρωθούν όλες οι σελίδες του βιβλίου, γίνεται η τελική επεξεργασία και η προσαρμογή τους σε μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου. Έτσι, επιτυγχάνεται τόσο η χαμηλού κόστους ολοκλήρωση όσο και ο ποιοτικός έλεγχος, μέσω της διόρθωσης σε δύο επίπεδα.

Η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί ένα εύκολα κατανοητό παράδειγμα των διεργασιών της ομότιμης παραγωγής, λόγω της απλότητας των εργασιών που περιλαμβάνει η διαδικασία της σύγκρισης ενός κειμένου με ένα άλλο. Αντίστοιχα στο έργο των Distributed Proofreaders συνεισφέρουν και περισσότερο εξειδικευμένοι συμμετέχοντες σε πιο απαιτητικές εργασίες, όπως είναι η ανάπτυξη εξειδικευμένου λογισμικού, η διαχείριση της πλατφόρμας, αλλά και εργασίες συντονισμού και project management.

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, όπως παρατηρήθηκαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στα πρώτα ομότιμα εγχειρήματα, αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που κατέστησαν εξ’ αρχής δυνατή τη διαδικασία της ομότιμης παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσαν και τη βάση του επιτυχούς αποτελέσματός τους. Από το προηγούμενο παράδειγμα γίνεται επίσης ευκολά αντιληπτό ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της ομότιμης παραγωγής, ιδιαίτερα στο χώρο της πληροφορικής, το οποίο είναι η αποτελεσματικότητα στον εντοπισμό, την κινητοποίηση και την κατανομή της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Η ευρεία διάδοση των Τεχνολογιών Πληροφόρησης και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την παραγωγή. Στον κόσμο των ΤΠΕ τα βασικά μέσα παραγωγής, δηλαδή οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, γίνονται συνεχώς φτηνότερα και εύκολα προσβάσιμα από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η βασική «πρώτη ύλη», η πληροφορία, είναι σε αφθονία και τα μέσα διανομής και επικοινωνίας πιο γρήγορα και αποτελεσματικά από ποτέ. Έτσι, ο παράγοντας που κάνει τη διαφορά στην επιτυχία ενός έργου είναι η ανθρώπινη δημιουργικότητα. Ο παράγοντας αυτός, ως κατ’ εξοχήν «ανθρώπινος», δεν ενεργοποιείται με το πάτημα ενός κουμπιού. Στην σύγχρονη αγορά, η ανθρώπινη δημιουργικότητα τοποθετείται πολύ ψηλά στην κλίμακα αυτών που ένας εργοδότης ή ένας μάνατζερ προσπαθεί να ενεργοποιήσει με χρηματικά ή άλλου είδους οφέλη. Στις περισσότερες δε περιπτώσεις η κινητοποίηση των ατόμων στο μεγαλύτερο επιθυμητό βαθμό παραμένει εκτός των ορίων των υλικών απολαβών. Σε έναν τέτοιο κόσμο λοιπόν, όπου τα βασικά μέσα παραγωγής είναι αποκεντρωμένα, η ιδιαίτερη δυναμική της ομότιμης παραγωγής έγκειται στην ικανότητα κινητοποίησης ενός μεγάλου αριθμού ατόμων, ο οποίοι αυτό-προσδιορίζουν τη συνεισφορά τους ανάλογα με τα αντίστοιχα κίνητρά τους.

Στη βάση της, η ομότιμη παραγωγή είναι μία μορφή ανθρώπινης συνεργασίας, κατανομής κοινών πόρων και προσπάθειας σε ισότιμο πλαίσιο, προς την επίτευξη ενός κοινού αποτελέσματος. Αναφέρθηκε επίσης ότι δεν είναι η πρώτη φορά ιστορικά που παρατηρείται μία μορφή αποκεντρωμένης συνεργασίας και παραγωγής. Ωστόσο, την τελευταία εικοσαετία και λόγω της επανάστασης που έχουν φέρει οι ΤΠΕ σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, παρατηρείται ότι αυτή η μορφή οργάνωσης και παραγωγής μπορεί να έχει σημαντικό οικονομικό αποτέλεσμα. Στη βάση των πλεονεκτημάτων της ομότιμης παραγωγής, νέες μορφές κοινωνικής παραγωγής, αλλά και νέα επιχειρηματικά μοντέλα, καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες έχουν αναδυθεί. Στην επόμενη ενότητα θα παρουσιαστεί μία σύντομη ιστορική αναδρομή των ομότιμων πρακτικών που αποτελούν τους θεμέλιους λίθους του συγκεκριμένου φαινομένου.

Ιστορική εξέλιξη

Ιστορικά οι ρίζες τις ομότιμης παραγωγής, όπως τη μελετούμε σήμερα, θα μπορούσαν να εντοπιστούν στο 1983, όταν ο Richard Stallman, τότε ερευνητής στο MIT, ανακοίνωσε την υλοποίηση του GNU Project, το πρώτο έργο ελεύθερου λογισμικού και μαζικής συνεργασίας. Βασικός στόχος του συγκεκριμένου έργου ήταν να δημιουργήσει τα μέσα που θα παρέχουν στους χρήστες ελευθερία σχετικά με τον έλεγχο των ηλεκτρονικών υπολογιστών και υπολογιστικών συσκευών. Για το σκοπό αυτό, έπρεπε να αναπτυχθεί και να διατεθεί το κατάλληλο λογισμικό, τα οποίο θα σέβεται τις βασικές ελευθερίες των χρηστών του και συγκεκριμένα:

  1. Την ελευθερία στη χρήση του, για όλους τους σκοπούς.
  2. Την ελευθερία στη μελέτη, τροποποίηση και προσαρμογή του στις ανάγκες του χρήστη.
  3. Την ελευθερία στη διάδοση (αντιγραφή και διαμοιρασμό) του.
  4. Την ελευθερία στη βελτίωση του και τη δημοσίευση των βελτιώσεών αυτών.

Οι αναφορές αυτές στην ελευθερία του χρήστη ενός τέτοιου λογισμικού, προσδίδουν σε αυτό τον τίτλο του «Ελεύθερου Λογισμικού» (Free Software). Επιπλέον, για να είναι δυνατή η εξασφάλιση των ελευθεριών των χρηστών σε όλο το εύρος της χρήσης των υπολογιστών, βασική επιδίωξη του GNU Project ήταν η ανάπτυξη ενός λειτουργικού συστήματος (Operating System – OS), το οποίο θα ήταν επίσης ελεύθερο λογισμικό. Έτσι τον Ιανουάριο του 1984 ξεκίνησε η ανάπτυξη του λειτουργικού συστήματος το οποίο ονομάστηκε GNU . Το 1985 ο Stallman ιδρύει το Ίδρυμα Ελεύθερου Λογισμικού (Free Software Foundation) με σκοπό να διαδώσει την ελευθερία στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και να υποστηρίξει νομικά και πρακτικά τα δικαιώματα των χρηστών. Έτσι, το 1989 ολοκληρώθηκε η πρώτη έκδοση της Γενικής Άδειας Δημόσιας Χρήσης (GNU General Public License – GPL), η οποία κατοχυρώνει τις ελευθερίες αυτές των χρηστών, ενώ η λεγόμενη ρήτρα «copyleft» (σε αντίθεση με τη λέξη copyright που κατοχυρώνει το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας) υποχρεώνει στη διατήρηση αυτών των ελευθεριών σε όλα τα αντίτυπα. Ουσιαστικά κάθε αντίτυπο, το οποίο περιλαμβάνει ένα συστατικό στοιχείο (κώδικα) που έχει παραχωρηθεί με GPL, πρέπει επίσης να κυκλοφορήσει υπό την GPL. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται ότι το ελεύθερο λογισμικό παραμένει ελεύθερο. Το ελεύθερο λογισμικό και η GPL αποτελούν σημαντικά σημεία στην ιστορία της ομότιμης παραγωγής, καθώς για πρώτη φορά κατοχυρώνεται νομικά η ανοικτή, ευρεία συνεργασία πολλών ατόμων. Ομοίως, το αποτέλεσμα της συνεργασίας αυτής κατοχυρώνεται ως συλλογικό και ελεύθερο, με βάση τις ελευθερίες που κατοχυρώνει η GPL.

Το 1990 μεγάλο μέρος των προγραμμάτων που είναι απαραίτητα για ένα λειτουργικό σύστημα είχαν ολοκληρωθεί από το GNU Project, έλειπαν ωστόσο ακόμη κάποια σημαντικά κομμάτια, με βασικότερο τον πυρήνα (kernel). Την ίδια εποχή, ο Linus Torvalds, σε ένα project εκτός του GNU, αποφάσισε να αναπτύξει τον δικό του πυρήνα, ο οποίος ονομάστηκε Linux. Ο πυρήνας αυτός ενσωματώθηκε με τα υπόλοιπα συστατικά μέρη του GNU, με αποτέλεσμα ένα ολοκληρωμένο, πλήρως λειτουργικό και ελεύθερο λειτουργικό σύστημα, το GNU/Linux . Το ελεύθερο λογισμικό και το ελεύθερο λειτουργικό σύστημα GNU/Linux αποτέλεσαν την έμπνευση, αλλά πολύ περισσότερο παρείχαν τα τεχνικά και οργανωτικά μέσα για την έκρηξη των ομότιμων έργων που ακολούθησαν.

Η ταχεία διάδοση του GNU/Linux αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα συνέργειας και παράλληλης ανάπτυξης με μία άλλη μεγάλη επανάσταση που λαμβάνει χώρα την ίδια περίοδο. Το 1991 το διαδίκτυο γίνεται δημόσιο και μαζικό μέσο, με την παροχή της υπηρεσίας παγκόσμιου ιστού (World Wide Web), μία εφεύρεση του Tim Berners-Lee, ερευνητή του CERN. Παράλληλα, η κουλτούρα των χάκερς (hacking culture), η οποία έχει τις ρίζες της πίσω στο 1960, με τη διάδοση του ελεύθερου λογισμικού και τη μαζικοποίηση του διαδικτύου αρχίζει και προσελκύει συνεχώς μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Κεντρικό σημείο τους αποτελεί το ενδιαφέρον για τη δημιουργία, την εξερεύνηση, τον πειραματισμό και το ξεπέρασμα των ορίων αυτών που μπορούν να πραγματοποιηθούν. Μικρο-ομάδες από χάκερς που ήταν ενεργές για χρόνια σε διαφορετικά μέρη, μοιραζόμενες παρόμοιες αρχές και κυρίως το ίδιο πάθος, άρχισαν να ανακαλύπτουν η μία την άλλη και να συνεργάζονται. Παρατηρείται έτσι η συνειδητή διαμόρφωση και διάδοση μίας κοινής, συλλογικής και συστηματικής ηθικής από μία κρίσιμη μάζα ατόμων. Η ηθική αυτή αφορά το διαμοιρασμό γνώσης και πληροφορίας και την ελευθερία της χρήσης των τεχνολογικών μέσων για την ανάπτυξή τους, μέσα από τη συνεργασία και τη συμμετοχική δημιουργία.

Με αυτόν τον τρόπο οι ομότιμες πρακτικές αρχίζουν και επεκτείνονται εκτός των ορίων της πληροφορικής και του λογισμικού. Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων και ομάδων συσπειρώνονται πλέον γύρω από ένα κοινό σύστημα αξιών σχετικά με τη γνώση και την πληροφορία και κυρίως την ελεύθερη και ανεμπόδιστη κυκλοφορία αυτών. Δημιουργούν έτσι έναν παγκόσμιο χώρο γνωσιακών κοινών (knowledge commons), στη βάση του οποίου αναπτύσσονται παγκόσμια, συμμετοχικά ομότιμα εγχειρήματα, όπως η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Wikipedia. Επιπλέον, την τελευταία δεκαετία, η διάδοση των τεχνολογιών επιτραπέζιας κατασκευής (desktop manufacturing), όπως η τρισδιάστατη εκτύπωση και οι CNC μηχανές οδήγησαν στον περαιτέρω πειραματισμό των ομότιμων πρακτικών στον υλικό κόσμο. Ομότιμα έργα όπως ο RepRap εκτυπωτής και το Open Source Ecology αποτελούν σημαντικά εγχειρήματα αξιοποίησης των γνωσιακών κοινών στην παραγωγή άμεσων, πρακτικών, ανοικτών λύσεων. Έτσι, σε αντιστοιχία με το ελεύθερο λογισμικό και το λογισμικό ανοικτού κώδικα (ΕΛ/ΛΑΚ), εμφανίζεται ο όρος του ανοικτού υλισμικού (open hardware), προσδίδοντας νέες διαστάσεις στην ελευθερία στη χρήση βασικών μέσων παραγωγής.

Σχετικά πρόσφατα το φαινόμενο άρχισε να αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον ακαδημαϊκά και ερευνητικά. Χιλιάδες επιστημονικά έργα έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο φαινόμενο από το 2002 και έπειτα, ενώ οργανισμοί, όπως το P2P Foundation, ιδρύονται με σκοπό τη μελέτη, τεκμηρίωση και διάδοση του φαινομένου της ομότιμης παραγωγής και των ομότιμων πρακτικών σε παγκόσμιο επίπεδο. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα λειτουργεί από το 2007 ο ελληνικός κόμβος του P2P Foundation, ενώ το 2011 ιδρύθηκε στα Ιωάννινα το P2P Lab, ένα διεπιστημονικό ερευνητικό εργαστήριο με σκοπό την θεωρητική τεκμηρίωση, τη διάδοση και πρακτική εφαρμογή των ομότιμων πρακτικών.

Αντί επιλόγου

Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι η μελέτη και η τεκμηρίωση του φαινομένου της ομότιμης παραγωγής βρίσκεται ακόμη σε πολύ αρχικό στάδιο, ενώ νέα εμπειρικά στοιχεία προκύπτουν συνεχώς από τις μυριάδες ομότιμες πρακτικές που βρίσκονται σε εξέλιξη. Για το λόγο αυτό το παρόν κείμενο δεν επιχειρεί να υποστηρίξει την γενικότερη υπεροχή του συγκεκριμένου μοντέλου έναντι των παραδοσιακών μορφών οργάνωσης και παραγωγής σε όλους τους τομείς, ούτε την ολοκληρωτική ανατροπή τους από την ομότιμη παραγωγή. Η μελέτη και ανάλυση των δυναμικών της ομότιμης παραγωγής αποσκοπεί στην αναγνώρισή της ως ένα αναδυόμενο παραγωγικό μοντέλο, διαφορετικό από άλλα υφιστάμενα, το οποίο διαθέτει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα στην ενεργοποίηση και την αξιοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων. Η διάδοση των ομότιμων πρακτικών αντίστοιχα φιλοδοξεί στην ενδυνάμωση των αναδυόμενων παραγωγικών δυναμικών του συγκεκριμένου παραγωγικού μοντέλου, προς την επίτευξη ενός θετικού και βιώσιμου κοινωνικού και οικονομικού αποτελέσματος.

Σχετική βιβλιογραφία

Bauwens, M. (2005), ‘The Political Economy of Peer Production’, CTheory Journal, http://www.ctheory.net/articles.aspx?id=499, accessed: 28.10.2015.

Benkler, Y. (2001), ‘Coase’s Penguin, or, Linux and the Nature of the Firm’, Yale Law Journal, 112: 369.

Benkler, Y. (2006), ‘The wealth of networks: how social production transforms markets and freedom”, New Haven, CT, Yale University Press.

Kostakis, V., Niaros, V., Dafermos, G. & Bauwens, M. (2015), ‘Design global, manufacture local: Exploring the contours of an emerging productive model’, Futures, 73: 126-135

GNU Operating System, Free Software Foundation, ‘What is free software?’, < https://www.gnu.org/philosophy/free-sw.html>, accessed: 28.10.2015.

P2P Foundation, ‘Peer production’ <http://p2pfoundation.net/Peer_Production>, accessed: 28.10.2015.

P2P Foundation, “Peer production characteristics’, <http://p2pfoundation.net/Peer_Production_-_Characteristics>, accessed: 28.10.2015.

Κωστάκης, Β. (2012), ‘Το ομότιμο μανιφέστο: Δημιουργώντας τον κόσμο που θέλουμε μέσα στον κόσμο που θέλουμε να ξεπεράσουμε’, Βορειοδυτικές εκδόσεις, Ιωάννινα.

Σχετικοί σύνδεσμοι - Περαιτέρω ανάγνωση

P2P Lab: http://www.p2plab.gr

The GNU Project: https://www.gnu.org